- καλιη
- καλιήἡ ион. = καλιά См. καλια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καλιῇ — καλιά wooden dwelling fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιή — καλιά wooden dwelling fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιά — η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ) νεοελλ. καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά) αρχ. 1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα 2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας 3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που… … Dictionary of Greek